κρυπτεύω

κρυπτεύω
κρυπτεύω
hide oneself
pres subj act 1st sg
κρυπτεύω
hide oneself
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρυπτεύω — (Α) [κρυπτός] 1. (μτβ.) κρύβω 2. (αμτβ.) κρύβομαι, κρύβω τον εαυτό μου, μένω κρυμμένος 3. παθ. κρυπτεύομαι ενεδρεύομαι, μού στήνουν ενέδρα, παγίδα …   Dictionary of Greek

  • κρυπτεύουσι — κρυπτεύω hide oneself pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κρυπτεύω hide oneself pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτεύειν — κρυπτεύω hide oneself pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτεύομαι — κρυπτεύω hide oneself pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτεία — Αστυνομικό σώμα της αρχαίας Σπάρτης. Κύρια αποστολή του ήταν ο έλεγχος των ειλώτων και είχε θεσπιστεί με νόμο από τον Λυκούργο. Η υπηρεσία αυτή επανδρωνόταν σε ετήσια βάση από νεαρούς Σπαρτιάτες, οι οποίοι διορίζονταν από τους έφορους. Οι νέοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”